- συσσωρευτικός
- η , ό[ν]1) накапливающий; 2) аккумулирующий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συσσωρευτικός — ή, ό, Ν [συσσωρεύω] 1. αυτός που προκαλεί συσσώρευση 2. φρ. «συσσωρευτικός οργανισμός» βιολ. κάθε οργανισμός που συσσωρεύει ενεργά ένα συγκεκριμένο στοιχείο ή ουσία στους ιστούς του. επίρρ... συσσωρευτικώς και συσσωρευτικά Ν με συσσωρευτικό τρόπο … Dictionary of Greek
επισωρευτικός — ή, ό επίρρ. ά που προκαλεί επισώρευση (βλ. λ.), συσσωρευτικός, σωρευτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)